- ἀνόνητον
- ἀνόνητοςunprofitablemasc/fem acc sgἀνόνητοςunprofitableneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανόνητος — ἀνόνητος, ον (Α) [ονίνημι] 1. ο μη χρήσιμος, ανώφελος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἀνόνητα μάταια, άδικα 3. ενεργ. «ποιῶ τινὰ ἀνόνητον τῶν ἀγαθῶν» στερώ από κάποιον τα αγαθά … Dictionary of Greek